Άρθρο του βουλευτή Χανίων Βασίλη Διγαλάκη στην εφημερίδα Τα Νέα της Παρασκευής 12 Φεβρουαρίου 2021.
Το νομοσχέδιο με τίτλο «Εισαγωγή στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, προστασία της ακαδημαϊκής ελευθερίας, αναβάθμιση του ακαδημαϊκού περιβάλλοντος και άλλες διατάξεις» είναι σημαντικό, γιατί θίγει, μεταξύ άλλων, μια χρόνια παθογένεια των πανεπιστημίων μας, την ασφάλεια στο χώρο του πανεπιστημίου.
Σχετικά με τις ρυθμίσεις για την ασφάλεια του νέου νομοσχεδίου, υπάρχουν δύο σημαντικές επισημάνσεις. Η πρώτη επισήμανση αφορά το θέμα του αυτοδιοίκητου. Εδώ, δεν πρέπει να συγχέουμε δύο έννοιες: αυτή της ασφάλειας και προστασίας των πολιτών με αυτή της φύλαξης των πανεπιστημίων. Η ασφάλεια και προστασία των πολιτών είναι μια αρμοδιότητα που, όπως αναφέρεται στο Σύνταγμα, όπως έχει διατυπώσει και το Συμβούλιο της Επικρατείας αλλά και το επισημαίνει ξανά και η έκθεση της Επιστημονικής Υπηρεσίας της Βουλής που δημοσιεύθηκε την περασμένη Δευτέρα, είναι μια αρμοδιότητα που δεν μπορεί να ανατεθεί σε ιδιώτη, είναι αρμοδιότητα που ανήκει αποκλειστικά στο κράτος και στην Ελληνική Αστυνομία ή σε ειδικές περιπτώσεις μπορεί να ανατεθεί σε δημοσίους υπαλλήλους. Σύμφωνα και με τη ρύθμιση για την αποκατάσταση της ακαδημαϊκής ελευθερίας του ν. 4623/2019, η Αστυνομία πρέπει και οφείλει να ασκεί πρόληψη, να διαφυλάττει την ασφάλεια και να προστατεύει τόσο το ακαδημαϊκό και λοιπό προσωπικό, όσο και τους φοιτητές. Άλλο, όμως, η πρόληψη της παραβατικότητας, η προστασία και η ασφάλεια εντός των πανεπιστημίων και άλλο η φύλαξη αυτών, η οποία θα συνεχίσει να υπάγεται στον έλεγχο των Πρυτανικών Αρχών στο πλαίσιο της άσκησης των αρμοδιοτήτων τους και του αυτοδιοίκητου χαρακτήρα τους.
Η δεύτερη επισήμανση αφορά την αποτελεσματικότητα των προβλεπομένων ρυθμίσεων. Η διάταξη για την ακαδημαϊκή ελευθερία του νόμου 4009, προέβλεπε ότι σε αξιόποινες πράξεις που τελούνται εντός των ΑΕΙ εφαρμόζονται οι εκάστοτε ισχύουσες ποινικές διατάξεις. Δυστυχώς όμως οι εν λόγω ρυθμίσεις, δεν επέφεραν το επιθυμητό αποτέλεσμα, αν και ίσχυσαν από το 2011 έως το 2017, που καταργήθηκαν με τον νόμο 4485.
Διατυπώνεται συχνά στον δημόσιο διάλογο, ιδιαίτερα το τελευταίο διάστημα, ότι ευθύνες φέρουν κυρίως οι διοικήσεις των πανεπιστημίων που επιδεικνύουν μια ατολμία να αντιμετωπίσουν τα φαινόμενα αυτά.
Διετέλεσα πρύτανης στο Πολυτεχνείο Κρήτης από το 2013 έως το 2017. Στο διάστημα της θητείας μου, ζήτησα πολλές φορές τη συνδρομή της πολιτείας για θέματα ασφάλειας και αντιμετώπισης της παραβατικότητας στο πανεπιστήμιό μου. Ποτέ δεν την έλαβα, αν και είχα απευθυνθεί στο υψηλότερο επίπεδο για τα πιο σοβαρά εξ αυτών, την πολιτική ηγεσία του υπουργείου Προστασίας του Πολίτη.
Η εμπέδωση μιας στρεβλής αντίληψης για το άσυλο για πολλά χρόνια, έκανε την πολιτεία και τους θεσμούς της διστακτικούς στην επιβολή του νόμου και αυτό εξέθρεψε ακόμα περισσότερο παραβατικές συμπεριφορές μέσα στο πανεπιστήμιο. Η αδράνεια αυτή της πολιτείας έκανε τους εργαζόμενους και τις διοικήσεις των πανεπιστημίων καχύποπτους για τις πραγματικές προθέσεις της πολιτείας, καθώς αυτοί ανυπεράσπιστοι, μόνοι τους, θα είχαν να αντιμετωπίσουν τις συνέπειες την επόμενη ημέρα.
Υπήρχαν διοικήσεις πανεπιστημίων που δεν έκαναν τη δουλειά τους; Η απάντηση είναι ναι, όπως όμως υπήρξαν αρχές της πολιτείας που δεν ανταποκρίθηκαν στον βαθμό που έπρεπε.
Αυτό που χρειάζεται είναι η αποφασιστικότητα από όλους, πολιτεία και διοικήσεις των ΑΕΙ, στην εφαρμογή των ρυθμίσεων για την αποκατάσταση της ασφάλειας στα πανεπιστήμια. Η σημερινή κυβέρνηση επιδεικνύει έμπρακτα αυτή την αποφαστικότητα, ώστε να απελευθερώσουμε το Πανεπιστήμιο από τους άσχημους δεσμούς που έχει εδώ και πολλά χρόνια. Και αυτό το χρειάζεται το Πανεπιστήμιο, το χρειαζόμαστε όλοι για να μπορέσει να πάει ακόμα πιο μπροστά.
* Ο κ. Βασίλης Διγαλάκης είναι βουλευτής Χανίων της ΝΔ, τέως υφυπουργός Παιδείας και Θρησκευμάτων, πρόεδρος της Διαρκούς Επιτροπής Μορφωτικών Υποθέσεων της Βουλής.